ατέλειωτος

ατέλειωτος
και ατέλειωτος, -η, -ο (Α ἀτέλειωτος, -ον)
αυτός που δεν έχει τελειωθεί ή συμπληρωθεί, ασυμπλήρωτος, ανολοκλήρωτος
νεοελλ.
(για χρόνο)
1. αέναος, αιώνιος
2. διαρκής, μακροχρόνιος
3. (για τόπο) εκτεταμένος, απέραντος, αχανής
4. (για ποσότητα) άπειρος, ανεξάντλητος
5. αυτός που δεν μπορεί κανείς να τον τελειώσει ή να τον φέρει σε πέρας, ακατόρθωτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ατέλειωτος < α- στερ. + τελειώ - τελειώνω. Ο νεοελλ. τ. ατέλειωτος < ατελείωτος, με αναβιβασμό του τόνου και συνίζηση (πρβλ. αζήμιωτος, αθεμέλιωτος, ασυμφιλίωτος κ.ά.)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ατελείωτος — ατελείωτος, η, ο και ατέλειωτος, η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν τέλειωσε, δεν αποπερατώθηκε, που έμεινε ασυμπλήρωτος: Η πολυκατοικία έμεινε ατέλειωτη. 2. αυτός που δεν έχει τέλος, ο υπερβολικά μακρύς, ανεξάντλητος: Ατέλειωτα είναι τα βάσανα της… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀτελείωτος — unfinished masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτελειώτως — ἀτελείωτος unfinished adverbial ἀτελείωτος unfinished masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτελείωτον — ἀτελείωτος unfinished masc/fem acc sg ἀτελείωτος unfinished neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτελειώτοις — ἀτελείωτος unfinished masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτελειώτων — ἀτελείωτος unfinished masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτελειώτῳ — ἀτελείωτος unfinished masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτελείωτα — ἀτελείωτος unfinished neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτελείωτοι — ἀτελείωτος unfinished masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”