- ατέλειωτος
- και ατέλειωτος, -η, -ο (Α ἀτέλειωτος, -ον)αυτός που δεν έχει τελειωθεί ή συμπληρωθεί, ασυμπλήρωτος, ανολοκλήρωτοςνεοελλ.(για χρόνο)1. αέναος, αιώνιος2. διαρκής, μακροχρόνιος3. (για τόπο) εκτεταμένος, απέραντος, αχανής4. (για ποσότητα) άπειρος, ανεξάντλητος5. αυτός που δεν μπορεί κανείς να τον τελειώσει ή να τον φέρει σε πέρας, ακατόρθωτος.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ατέλειωτος < α- στερ. + τελειώ - τελειώνω. Ο νεοελλ. τ. ατέλειωτος < ατελείωτος, με αναβιβασμό του τόνου και συνίζηση (πρβλ. αζήμιωτος, αθεμέλιωτος, ασυμφιλίωτος κ.ά.)].
Dictionary of Greek. 2013.